- κοινοτοπικός
- η , ό[ν] избитый, банальный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοινοτοπικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην κοινοτοπία, αυτός που στερείται πρωτοτυπίας. επίρρ... κοινοτοπικά και ώς με κοινοτοπικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» < φρ. κοινός τόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κοινοτοπικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοινοτοπία, κοινός, πεζός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
πεζολόγος — ο 1. αυτός που γράφει ή μιλάει σε πεζό λόγο. 2. ακαλαίσθητος, κοινοτοπικός λόγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)